-
1 σκοπός
a mark, targetἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱεὶς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε) τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τετυχεῖν Σ̆γρ) N. 6.27 ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (Ahrens: σκοποῦ codd.) N. 9.55 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.b watcher οὐδ' ἔλαθε σκοπόν (Apollo) P. 3.27 c. gen.,Ὀλύμπου σκοποὶ O. 1.54
τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (Apollo) O. 6.59 ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν (Akastos) N. 5.27Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
-
2 ξυνάων
ξυνᾱων, ξυνᾱν1 companion ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (“ δόλου intellege ξυνᾶνα πείσαισα iungens” Schr., persuading him to be her accomplice sc. in the murder of Peleus: contra, βίου ξυνᾶνα, Eustath.) N. 5.27 pro adj., met., companion of, affected with,ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48
-
3 ξυνᾶν
ξυνᾱων, ξυνᾱν1 companion ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν (“ δόλου intellege ξυνᾶνα πείσαισα iungens” Schr., persuading him to be her accomplice sc. in the murder of Peleus: contra, βίου ξυνᾶνα, Eustath.) N. 5.27 pro adj., met., companion of, affected with,ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες P. 3.48
-
4 Μάγνης
1 of Magnesia in Thessaly. Μάγνητι Κενταύρῳ i. e. Cheiron, whose cave was on Mt. Pelion P. 3.45 m. pl. pro subs.,ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος P. 4.80
ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos, king of Iolkos. N. 5.27 -
5 ἀκοίτας
1 husband ( Ἱππολύτα) ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν i. e. Akastos N. 5.28 Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. -
6 βούλευμα
1 purpose, plan —ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύοντι: μασι sc. of Zeus Δ. 4. 36. -
7 πεδάω
a restrain “ πέδασον ἔχγος Οἰνομάου χάλκεον” O. 1.76b hold fast, met., bring downΝεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα Πάριος ἐκ βελέων δαιχθείς P. 6.32
ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε, ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποικίλοις βουλεύμασιν N. 5.26
παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις (sc. Ἀπόλλων) Πα... Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος (Schneiwin: παῖδα θέντοι cod.: νούσῳ ὅτι cod., ὅτι del. Hermann) Θρ. 3. 1. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς πεδάθη fr. 135 (v. πεδάρσιον.] -
8 πείθω
πείθω ( πειθέμεν: aor. 1, ἔπεισε; πείσαις, -αις(α): aor. 2, πᾰθον; πᾰθών coni.: πᾰθεῖν: pf. πέποιθα, -ασιν: ep. aor. redupl. πεπᾰθών: med. πείθονται; πειθόμενος; πείθεσθαι: fut. πείσομαι: aor. 2, πίθετο; πίθεο; πιθόμενοι; πιθέσθαι. cf. πιθέω, ἀπιθέω.)1 act.a persuade, win overΖηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε O. 2.80
δᾶμον Ψπερβορέων πείσαις λόγῳ O. 3.16
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών (Er. Schmid: πεπιθών codd.: v. l. γνώμᾳ: sc. Ἀπόλλων) P. 3.28ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
c. inf.,ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν P. 3.65
c. pr. adj., ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν πείσαισ' ἀκοίταν ποι-κίλοις βουλεύμασιν N. 5.28
γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. Ζεύς: v. γαμβρός) N. 5.37b pf., & ep. aor. redupl.I c. inf., be persuadedπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' δαιδαλωσέμεν O. 1.103
II trust in. rely upon c. dat.πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος P. 10.64
καὶ προξενίᾳ πέποιθ N. 7.65
οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν (v. l. ὁ δ' πέποιθεν) fr. 219. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ 1. 4. 72.c persuade someone of something, c. dupl. acc.,καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺ[ς] δυνατόν Pae. 6.52
2 med., obey c. dat.ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.3
θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (byz.: πειθόμενοι codd.) P. 4.200ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες N. 8.10
ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος κατέβαν Pae. 6.12
ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 59 (33) add. inf., Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων sing, I bid you P. 1.59 frag., τί πείσομα[ι ( πείθομαι Π: ?fut., πάσχω) Πα. 7B. 42.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий